Του άρεσε να λέει συχνά "πέρασαν κιόλας τόσες μέρες;", "πέρασαν κιόλας τόσοι μήνες;", "πέρασαν κιόλας τόσα χρόνια;".
Φυσικά δεν περίμενε απάντηση. Έλεγε, δεν ρωτούσε.
Κι ήξερε κάθε φορά πόσος καιρός ακριβώς είχε περάσει.
Διασκέδαζε όμως λέγοντας τις φράσεις αυτές.
Ίσως και να ήθελε μ' αυτόν τον τρόπο να ξορκίσει τον χρόνο.
Ίσως και όχι - βλέπεις, ο χρόνος του φέρθηκε ωραία στη ζωή του.
Κι όταν τον έβλεπες να παλεύει, πάλευε συνήθως για τους άλλους, για τον χρόνο τους.
Για να ξεπεράσουν οι άλλοι τις δυσκολίες, να περάσουν οι άλλοι τα καλοκαίρια τους εύκολα, ωραία κι αργά.
Σε καλοκαίρια μετρούσε τον χρόνο των άλλων.
Καμιά φορά μεσολαβούσε και κάποια άνοιξη - ήταν τότε που ο χειμώνας αργούσε να τελειώσει και ήταν νωρίς για να έρθει το καλοκαίρι.
Εκεί εμφανιζόταν η άνοιξη.
Τότε μονο τη μετρούσε κι αυτή στον χρόνο των άλλων.
Μετρώντας τον χρόνο τους θαρρείς κι ο δικός του χρόνος καθυστερούσε να φύγει. Ή να έρθει.
Πάντα μπέρδευε τον ερχομό με τη φυγή - αρνιόταν πεισματικά να παραδεχθεί ότι καταλαβαίνει τη διαφορά τους, τη σημασία τους.
Αρνιόταν να μάθει τον ρόλο που παίζουν στο έργο του καθενός και στην παράσταση του κόσμου όλου.
Για τον ίδιο πήγαιναν κι έρχονταν τα φθινόπωρα κι οι χειμώνες. Μόνο (στο προσκήνιο τουλάχιστον).
Τις τελευταίες εποχές της ζωής του έμενε με τις ώρες έξω στη βεράντα, κοιτάζοντας τη μικρή πινακίδα με τον αριθμό "39".
"Πέρασαν κιόλας ενενήντα τρεις χειμώνες" (χωρίς ερωτηματικό)
(ή μήπως ήταν τριάντα εννιά φθινόπωρα;)