Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

ιστορίες του δάσους.

..στο δάσος συναντήθηκαν την πρώτη φορά. 
..ήταν ένα πρωί κάποιου φθινοπώρου κι ήταν κι οι δυο ντυμένοι στα μαύρα.
..εκείνος φορούσε γυαλιά ηλίου με φακούς σε σκούρο γκρι.
..εκείνη φορούσε ένα σκούρο γκρι καπέλο.
..συνειδητοποίησαν κι οι δυο ότι δεν ήταν μόνοι εκεί, όταν το βέλο απ᾽το καπέλο εκείνης, πιάστηκε σ᾽ένα ξερό κλαδί - αυθόρμητα τότε έβγαλε ένα αχνό επιφώνημα απόγνωσης.
..εκείνος την είδε κι έτρεξε προς το μέρος της - τότε γέλασε, έβγαλε τα γυαλιά και την κοίταξε καλά - καλά. Δεν είπε τίποτα, μόνο τη βοήθησε να βγάλει το καπέλο και να το ξεμπλέξει απ᾽το δέντρο.
..εκείνη ένιωσε την υποχρέωση να δικαιολογήσει γιατί φορούσε ένα τέτοιο καπέλο στο δάσος. Γέλασαν κι οι δυο.
..ήταν ένα πρωί κάποιου φθινοπώρου κι ήταν κι οι δυο ντυμένοι στα μαύρα.
..εκείνος φορούσε ένα λευκό καπέλο.
..εκείνη φορούσε λευκά κοκκάλινα γυαλιά ηλίου.
..όταν ο ένας είδε τον άλλο, χαμογέλασαν κι έστρεψαν κι οι δυο το βλέμμα τους στο χώμα.
..στο δάσος συναντήθηκαν την τελευταία φορά.


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2018

σοκάκια.

Τα σοκάκια με γοήτευαν. Εξακολουθούν να με γοητεύουν. 
Κυρίως τη νύχτα - κι ας μην τολμώ να τα περπατήσω νύχτα.
Τα σοκάκια δεν είναι ίδια τη μέρα. Ποτέ. 
Τη νύχτα μου δημιουργούν εικόνες. 
Με κάνουν να φτιάχνω ιστορίες. 
Σύντομες. Αυτοτελείς.
Ένα είδος χαϊκού.
Τα σοκάκια είναι τα χαϊκού των πόλεων.
Η ποίηση άλλωστε είναι απαραίτητη για να ισορροπήσουμε στην αστική ζούγκλα.

(San Gimignano, Tuscany)

Σάββατο 4 Αυγούστου 2018

του μεσημεριού.



Δε βγαίνω απ´το σπίτι το Σάββατο. 
Μ᾽αρέσει ν᾽απολαμβάνω την ησυχία του σπιτιού όταν έξω η πόλη κινείται με μεγάλες ταχύτητες. Αμάξια, μηχανάκια, άνθρωποι. Θόρυβος - έξω.
Σήμερα βγήκα. 
Λίγο μετά τις 12 το μεσημέρι , την ώρα που τα πεζοδρόμια τσουρουφλίζονταν απ᾽τον ήλιο. Πήρα το δρόμο για την παραλία. Συννέφιασε και πήρα ανάσα. Ξανά ήλιος. Κι αεράκι. 
Έξω απ᾽το κολυμβητήριο πήρε το μάτι μου κάτι καρέκλες σαν κι αυτές που έχουν στα στάδια. Τρεις. Μαζί. Παρατημένες, αλλά μαζί. Χαμένες σχεδόν μέσα στ᾽ αγριόχορτα. 
Λίγο πριν να φτάσω στη θάλασσα πρόσεξα κάποιον κύριο που χτενιζόταν, ελέγχοντας τις κινήσεις του στο καθρεφτάκι μιας μοτοσυκλέτας. Δε με είδε. Χαμογέλασα. 
Κατά μήκος της παραλίας ο κόσμος δεν ήταν πολύς. Κι όμως, η πόλη δεν είναι άδεια. 
Ζέστη κι υγρασία. Πήρα το δρόμο για το σπίτι. Όχι τον συνηθισμένο. Άλλον. 
Πέρασα από ξένη γειτονιά. Kι έτσι συνάντησα ένα σαλιγκάρι. 
Μα..είναι καλοκαίρι, σκέφτηκα. Πώς και δεν έχει κλειστεί μέσα στο κέλυφός του, να προφυλαχθεί απ᾽τη ζέστη; Θα βαρέθηκε να κόβει βόλτες στα ξερικά χωράφια, μάλλον, κι είπε να κινηθεί κατά την πόλη. Μέρα που βρήκε. 
Εκεί γύρω, κοντά σε κάτι σκουπίδια, πρόσεξα κάτι στόρια. Όχι πολύ διαλυμένα, αλλά σε κακή κατάσταση. Κι η μπαλκονόπορτα εκεί, να τα συνοδεύει. 
Θα έχουν κι αυτά την ιστορία τους. Τα στόρια. Πρόσφεραν προστασία από ήλιους, βροχές, ανέμους. Όπως το κέλυφος στο σαλιγκάρι. Έδωσαν σκιά. Ιδιωτικότητα. Παιχνίδι σε παιδιά που χαίρονταν να τ᾽ανεβοκατεβάζουν μέχρι ν᾽ακουστεί η φωνή της μάνας να τα μαλώνει (κι αυτά να ξεσπούν σε πνιχτά γελάκια). Τα στόρια. Πάλιωσαν, έτριζαν. Αντικαταστάθηκαν από άλλα, γυαλιστερά, αυτόματα. Κατέληξαν (κοντά) στα σκουπίδια. 
Πήραν μαζί τους τα μυστικά των ζωών μας - στη σκόνη τους τα κουβαλούν ακόμα και τώρα. Τα στόρια τα ρετρό. 

Σάββατο 17 Φεβρουαρίου 2018

παρελθόν (το).




Ξύπνησε απότομα. Σκοτάδι. Δεν ήξερε τι ώρα ήταν και δεν την ένοιαζε.
Ήξερε όμως ότι ήταν ώρα να αποκοπεί από το παρελθόν. Να το αφήσει πίσω, εκεί που ανήκει.
Οι αναμνήσεις είχαν καταλήξει να μοιάζουν με φωτογραφικό άλμπουμ, το οποίο ανέσυρε σε κάθε "άτυχη" στιγμή του παρόντος. Έπαιρνε δύναμη - ή έτσι νόμιζε - απ᾽αυτές και συνέχιζε αποφεύγοντας καθετί καινούργιο. Απέφευγε να ζήσει το παρόν. Σχεδόν.
Καιρό τώρα δε μπορούσε να κοιμηθεί. Ξυπνούσε ξαφνικά, τρομαγμένη, χωρίς να μπορεί να συνεχίσει τον ύπνο της.
Τώρα όμως έχει πάρει την απόφασή της. Έκλεισε τα μάτια της και κοιμήθηκε ξανά.
Στον ύπνο της είδε το παρελθόν να αποσύρεται. Άφησε πίσω του σημείωμα. "Αυτοεξορίζομαι", έγραφε.